Η σχετική επιφύλαξη των καταναλωτών προς την παραδοσιακή διαφήμιση οφείλεται στη δυσπιστία που τρέφουν προς τα παραδοσιακά ΜΜΕ και την άνθηση των social media.
Το να υποστηρίζει κανείς στις ημέρες μας ότι δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν διαβάζει ή δεν παρατηρεί διαφημίσεις στο δρόμο, είναι τόσο απλοϊκό όσο το να θεωρεί ότι ο ανθρώπινος νους είναι μονοδιάστατος και λειτουργεί καθημερινά με δυνατότητα μνήμης μιας ημέρας.
Δεν υπάρχει πιο κακοποιημένη, πιο παρεξηγημένη βιομηχανία από αυτήν της διαφήμισης. «Εύκολο θύμα» μιας υπεραπλουστευμένης λογικής, είτε από τα αριστερά είτε από τα δεξιά, η επικοινωνία συνιστά μία εκ των ων ουκ άνευ αναγκαιότητα για κάθε ιδέα, στάση, νοοτροπία, θεωρία, προϊόν και υπηρεσία. Ως γνωστόν, οι έρευνες και οι στατιστικές, αλλά και οι δημοσκοπήσεις, μπορούν να χρησιμοποιηθούν από οποιονδήποτε προκειμένου να αποδειχθεί το οτιδήποτε.
Θέλει κανείς να αναδείξει στο πάνθεον των αναγκαιοτήτων και να ανεβάσει ψηλά τη Διαφήμιση προκειμένου να πείσει τους διαφημιζομένους να επενδύσουν και τους καταναλωτές να πεισθούν; Μπορεί άριστα να το κάνει χρησιμοποιώντας τα ευρήματα μιας έρευνας. Επιθυμεί το αντίθετο; Και αυτό είναι απολύτως δυνατό, όχι όμως ηθικό και θεμιτό πάντα. Χρειάζεται προσοχή σε μια περίοδο που αμφισβητούνται τα πάντα, σε μια εποχή κρίσης, από την οποία Κύριος οίδε πότε θα βγούμε.
Το να μιλά κανείς για έλλειψη εμπιστοσύνης των καταναλωτών απέναντι σε όλες τις μορφές πληρωμένης διαφήμισης στις εφημερίδες, στους οργανισμούς και τις εταιρείες, έτσι ωμά, χωρίς τεκμηρίωση και δίχως να συνεκτιμά μια σημαντική παράμετρο που είναι η απουσία κονδυλίων και αγοραστικής δυνατότητας εκ μέρους του καταναλωτή, είναι τουλάχιστον επιπόλαιο. Το να χρησιμοποιεί κάποιος κατά βούληση τα συμπεράσματα μιας παγκόσμιας μελέτης, της Nielsen επί παραδείγματι, σύμφωνα με την οποία 28.000 άνθρωποι από 56 χώρες αναφέρουν ότι δεν εμπιστεύονται καθόλου τις διαφημίσεις, είναι μάλλον ύποπτο και ως τέτοιο πρέπει να ερευνηθεί.
Η κατά τα άλλα απολύτως έγκυρη έρευνα πρέπει να αντιμετωπιστεί συνολικά. Το 92% των ανθρώπων είναι φυσικό και εν μέρει αναμενόμενο στην περίοδο της απαξίωσης των πάντων, να δηλώνουν ότι εμπιστεύονται τις «συστάσεις από ανθρώπους που γνωρίζουν».
Όμως, πρέπει να ξέρουμε από πού πρωτο-επηρεάστηκαν και οι άνθρωποι αυτοί που σύστησαν το προϊόν ή την υπηρεσία! Δεν υπάρχει ως γνωστόν παρθενογένεση! Τα λεγόμενα earned media, όπως είναι το word of mouth, τα recommandations και τα ratings κερδίζουν έδαφος στις προτιμήσεις των καταναλωτών. Και αυτό φυσικό. Τα ιδιόκτητα μέσα ενημέρωσης, όπως οι branded ιστοσελίδες, σημειώνουν υψηλές αποδόσεις στις πληρωμένες διαφημίσεις και πολύ μικρά ποσοστά στις συστάσεις των χρηστών, τα γνωστά σε όλους recommendations. Το γεγονός αυτό φαίνεται να μην εμποδίζει την ανάπτυξη της ψηφιακής διαφήμισης, η οποία συνεχίζει να έχει ανοδική πορεία σε παγκόσμιο επίπεδο και σε πολλές αγορές σε όλο τον κόσμο.
Είναι προφανές λοιπόν ότι η σχετική επιφύλαξη των καταναλωτών προς την παραδοσιακή διαφήμιση έλκει την εξήγησή της από τη δυσπιστία που τρέφουν προς τα παραδοσιακά ΜΜΕ και την αντίστοιχη άνθηση των social media. Οι marketers ανά τον κόσμο συνεχίζουν να αναζητούν λύσεις για να μπορέσουν να καλύψουν το κενό εμπιστοσύνης που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα σε αυτούς και τους καταναλωτές, βελτιώνοντας τις πρακτικές τους για καλύτερα αποτελέσματα. Μια λύση θα ήταν η τόνωση της αξιοπιστίας των ΜΜΕ, αλλά αυτό ίσως να μην είναι δικό τους θέμα. Ή μήπως είναι;
Αν οι διαφημιστικές εταιρείες ή ακόμη και οι διαφημιζόμενοι ασκούσαν πιέσεις προς τα κανάλια, τις εφημερίδες και τα ραδιόφωνα για καλύτερο, ποιοτικότερο, πιο φρέσκο και πιο νεανικό και αξιόπιστο πρόγραμμα, μήπως -λέμε μήπως- και η φήμη και η δημοφιλία της Διαφήμισης αποκαθίστατο, καθώς θα εντασσόταν σε ένα πιο υγιές περιβάλλον; Μήπως;
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ, περιοδικό adbusiness (τεύχος 806)
Δεν υπάρχει πιο κακοποιημένη, πιο παρεξηγημένη βιομηχανία από αυτήν της διαφήμισης. «Εύκολο θύμα» μιας υπεραπλουστευμένης λογικής, είτε από τα αριστερά είτε από τα δεξιά, η επικοινωνία συνιστά μία εκ των ων ουκ άνευ αναγκαιότητα για κάθε ιδέα, στάση, νοοτροπία, θεωρία, προϊόν και υπηρεσία. Ως γνωστόν, οι έρευνες και οι στατιστικές, αλλά και οι δημοσκοπήσεις, μπορούν να χρησιμοποιηθούν από οποιονδήποτε προκειμένου να αποδειχθεί το οτιδήποτε.
Θέλει κανείς να αναδείξει στο πάνθεον των αναγκαιοτήτων και να ανεβάσει ψηλά τη Διαφήμιση προκειμένου να πείσει τους διαφημιζομένους να επενδύσουν και τους καταναλωτές να πεισθούν; Μπορεί άριστα να το κάνει χρησιμοποιώντας τα ευρήματα μιας έρευνας. Επιθυμεί το αντίθετο; Και αυτό είναι απολύτως δυνατό, όχι όμως ηθικό και θεμιτό πάντα. Χρειάζεται προσοχή σε μια περίοδο που αμφισβητούνται τα πάντα, σε μια εποχή κρίσης, από την οποία Κύριος οίδε πότε θα βγούμε.
Το να μιλά κανείς για έλλειψη εμπιστοσύνης των καταναλωτών απέναντι σε όλες τις μορφές πληρωμένης διαφήμισης στις εφημερίδες, στους οργανισμούς και τις εταιρείες, έτσι ωμά, χωρίς τεκμηρίωση και δίχως να συνεκτιμά μια σημαντική παράμετρο που είναι η απουσία κονδυλίων και αγοραστικής δυνατότητας εκ μέρους του καταναλωτή, είναι τουλάχιστον επιπόλαιο. Το να χρησιμοποιεί κάποιος κατά βούληση τα συμπεράσματα μιας παγκόσμιας μελέτης, της Nielsen επί παραδείγματι, σύμφωνα με την οποία 28.000 άνθρωποι από 56 χώρες αναφέρουν ότι δεν εμπιστεύονται καθόλου τις διαφημίσεις, είναι μάλλον ύποπτο και ως τέτοιο πρέπει να ερευνηθεί.
Η κατά τα άλλα απολύτως έγκυρη έρευνα πρέπει να αντιμετωπιστεί συνολικά. Το 92% των ανθρώπων είναι φυσικό και εν μέρει αναμενόμενο στην περίοδο της απαξίωσης των πάντων, να δηλώνουν ότι εμπιστεύονται τις «συστάσεις από ανθρώπους που γνωρίζουν».
Όμως, πρέπει να ξέρουμε από πού πρωτο-επηρεάστηκαν και οι άνθρωποι αυτοί που σύστησαν το προϊόν ή την υπηρεσία! Δεν υπάρχει ως γνωστόν παρθενογένεση! Τα λεγόμενα earned media, όπως είναι το word of mouth, τα recommandations και τα ratings κερδίζουν έδαφος στις προτιμήσεις των καταναλωτών. Και αυτό φυσικό. Τα ιδιόκτητα μέσα ενημέρωσης, όπως οι branded ιστοσελίδες, σημειώνουν υψηλές αποδόσεις στις πληρωμένες διαφημίσεις και πολύ μικρά ποσοστά στις συστάσεις των χρηστών, τα γνωστά σε όλους recommendations. Το γεγονός αυτό φαίνεται να μην εμποδίζει την ανάπτυξη της ψηφιακής διαφήμισης, η οποία συνεχίζει να έχει ανοδική πορεία σε παγκόσμιο επίπεδο και σε πολλές αγορές σε όλο τον κόσμο.
Είναι προφανές λοιπόν ότι η σχετική επιφύλαξη των καταναλωτών προς την παραδοσιακή διαφήμιση έλκει την εξήγησή της από τη δυσπιστία που τρέφουν προς τα παραδοσιακά ΜΜΕ και την αντίστοιχη άνθηση των social media. Οι marketers ανά τον κόσμο συνεχίζουν να αναζητούν λύσεις για να μπορέσουν να καλύψουν το κενό εμπιστοσύνης που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα σε αυτούς και τους καταναλωτές, βελτιώνοντας τις πρακτικές τους για καλύτερα αποτελέσματα. Μια λύση θα ήταν η τόνωση της αξιοπιστίας των ΜΜΕ, αλλά αυτό ίσως να μην είναι δικό τους θέμα. Ή μήπως είναι;
Αν οι διαφημιστικές εταιρείες ή ακόμη και οι διαφημιζόμενοι ασκούσαν πιέσεις προς τα κανάλια, τις εφημερίδες και τα ραδιόφωνα για καλύτερο, ποιοτικότερο, πιο φρέσκο και πιο νεανικό και αξιόπιστο πρόγραμμα, μήπως -λέμε μήπως- και η φήμη και η δημοφιλία της Διαφήμισης αποκαθίστατο, καθώς θα εντασσόταν σε ένα πιο υγιές περιβάλλον; Μήπως;
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ, περιοδικό adbusiness (τεύχος 806)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου