Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Best 92,6. Τα χειρότερα έφτασαν


Του Τάκη Γιαννούτσου από τα Kamarinia.gr

Κανάλι 15, Rock fm, Ρόδον fm, Klik fm, Best 92,6. Γιατί κάθε φορά να κλαίω για μια κακοδιαχείριση;
Το 1988 ξεκίνησα να κάνω ραδιόφωνο στο Κανάλι 15 στην πλατεία Μαβίλη, (Τζούμας, Μηλάτος, Δασκαλόπουλος, Αμανίτου… κλπ). Εγώ, ο Ντρενογιάννης και ο συγχωρεμένος ο Νίκος Δόικας.
«Απόψε πετάμε αετό» λέγαμε την εκπομπή, γιατί πρωτοβγήκαμε στον αέρα βράδυ Καθαρής Δευτέρας.
Κράτησε κάμποσο αυτό το όνειρο…
Κάτι στράβωσε όμως στα ιδιοκτησιακά (δεν τα παρακολουθούσα και με μανία τότε) και ο σταθμός μετά από λίγο, έκλεισε.
Κλάμα, κακό, στεναχώρια, μέχρι που ήρθε ο επόμενος.
Rock fm στην οδό Ομήρου. 12 με 3 τη νύχτα, «Βαρέα Ανθυγιεινά».
Γαμώ τις βάρδιες. Τα καλύτερα βράδια της ζωής μου.
Στο ίδιο μοτίβο όμως με το Κανάλι 15, ακολούθησαν αγορές, πωλήσεις, αλλαγές ιδιοκτητών και πάλι εκτός σταθμού γιατί πουλήθηκε και… ξεπουλήθηκε.
Επόμενη στάση (ευτυχώς τρίμηνη), Capital, στην Κηφισιά.
Καλός ο G Polly, δε λέω, αλλά είχε ένα θεματάκι με το χέρι και την τσέπη του. Δεν έμπαινε το ρημάδι μέσα και όταν κατάφερνε να μπει, κάτι διαβολο-καβούρια του το τσίμπαγαν με αποτέλεσμα να το βγάζει έξω άρον άρον.
Πάλι εκτός σταθμού (κλάμα, στεναχώριες κλπ) αλλά γρήγορα έσκασε τηλέφωνο απ’ τον Σταύρο Θεοδωράκη, απ’ τον Klik fm.
«Έλα από εδώ», μου είπε, «γιατί έχουμε μια φοβερή ιδέα με τον Νένε και τον Γεωργελέ».




Πήγα Τετάρτη και μου γνωρίζουν τον Θοδωρή Βαμβακάρη.
Η ιδέα ήταν ότι ο Θοδωρής εδώ και ένα χρόνο ήταν στον Klik και προσπαθούσαν να του «κολλήσουν» παρτενέρ για πρωινό ραδιοφωνικό ντουέτο.
Δεν καθόταν όμως τίποτα και σκέφτηκαν εμένα.
Τη Δευτέρα (5 μέρες μετά το ραντεβού και χωρίς να γνωριζόμαστε με τον Θοδωρή), μας πέταξαν με τρίωρη πρωινή εκπομπή, στον αέρα.
Τετάρτη είχαμε ήδη αρχίσει να καταλαβαίνουμε ότι ταιριάζουμε.
Ίδια «τύχη» όμως κι εκεί.
Αγορές, πωλήσεις, επενδυτές, ιδιοκτησιακές αλλαγές και ένα πρωινό βρισκόμαστε στον Best 92,6.
8 με 10 τα πρωινά. Εκεί είναι που γράψαμε τα καλύτερα ερτζιανά μας χιλιόμετρα.
Νιώθαμε ότι όλη η Αθήνα ξυπνάει με μας.
Ήμασταν (όλος ο Best), «η καλύτερη παρέα».
Τόσο μεταξύ μας, όσο και με τους ακροατές.
Party, συναυλίες, ταξίδια… ένα όνειρο.
Ένα όνειρο, που όπως όλα τα προηγούμενα, έσβησε κακήν κακώς την προηγούμενη Τρίτη.
Και πάλι κλάμα, μαυρίλα, στεναχώρια… Μόνο που αυτή τη φορά έχει διαφορετική ουσία.
Κλείνοντας ο Best, κλείνει μαζί του και ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο του ελληνικού ραδιοφώνου.
Κλείνει το ανέμελο, κεφάτο, παρεΐστικο ραδιόφωνο.
Το ραδιόφωνο των ακροατών.
Τέτοια σχέση ακροατών-παραγωγών δεν έχω ξανασυναντήσει στα 24 αυτά χρόνια.
Τους ξέραμε και μας ήξεραν με τα μικρά μας ονόματα.
Στις ονομαστικές τους γιορτές, έρχονταν πρωί πρωί απ’ το Σταθμό και, πριν πάνε στις δουλειές τους, άφηναν κούτες τα γλυκά και μετά έφευγαν.
Ζευγάρι ακροατών, είχε σαν έθιμο κάθε Καθαρή Δευτέρα (ξενυχτισμένο απ’ τα party της Κυριακής), να περνάει από την αγορά, να παίρνει χαλβά και λαγάνα και κατά τις 8.00 να έρχεται απ’ τον Σταθμό, να μας λέει χρόνια πολλά, να τα αφήνει και να φεύγει.

Επώνυμοι καλεσμένοι (δημοσιογράφοι, πολιτικοί, ηθοποιοί, τραγουδιστές, παρουσιαστές…) έκαναν «κρα» να περάσουν έστω μισή ώρα απ’ τον αέρα του Best, για να αισθανθούν από κοντά τη μαγεία που έβγαζε προς τα έξω.
Όλα αυτά λοιπόν σταμάτησαν απότομα την Τρίτη.
Σα να κατέβηκε ο γενικός.

Και τώρα, στεκόμαστε απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα και ατενίζουμε το μέλλον με βουβαμάρα.
Βουβαμάρα και αμηχανία.
Για τα όμορφα χρόνια που πέρασαν, για τα δύσκολα που έρχονται, για τα παιδιά που μένουν ξεκρέμαστα κι απλήρωτα και για το ραδιοφωνικό μέλλον που διαγράφεται μουντό.
Μουντό και παγωμένο σαν το ύφος του εκάστοτε εκδότη-αφεντικού, που με περισσή αλαζονεία, αγόραζε συχνότητες σαν βίλες στη Μύκονο, χωρίς να ξέρει τι σημαίνει ραδιόφωνο, χωρίς να αγαπάει το ραδιόφωνο και πολλές φορές, νιώθοντας ο ίδιος άβολα με τη συχνότητά του.
Ήταν όμως τόσο must για το γόητρό του, το prestige του και το status του μια συχνότητα, που θα την έπαιρνε, ο Θεός να κατέβει κάτω.

Σκέφτομαι ότι το ραδιόφωνο δεν είναι απλά μια δουλειά.
Είναι πρώτα κέφι, μεράκι, συντροφιά, κοινωνικότητα, παρέα, λατρεία για την (όποια) μουσική… και ύστερα δουλειά.
Θυμηθείτε λίγο τους «Ερασιτέχνες» των μεσαίων και των βραχέων κυμάτων στις δεκαετίες του 60 και του 70 και θα καταλάβετε.

Η ελπίδα όμως υπάρχει.
Και θα υπάρχει για πάντα.
Και ας με συγχωρέσει ο κύριος Λυμπέρης που θα διαφωνήσω μαζί του.
Η ελπίδα φίλε μου Αντώνη. δεν πεθαίνει τελευταία.
Απλά, δεν πεθαίνει ΠΟΤΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Η τέχνη του σύγχρονου marketing

Το digital αλλάζει το direct   Όπως όλα δείχνουν, στην σημερινή ψηφιακή εποχή, η ανάγκη για ένα πολυδιάστατο «κέντρο επιχειρήσεων» ...